- Φάρας
- Φάρᾱς , Φάρηfem acc plΦάρᾱς , Φάρηςmasc acc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαρᾶς — φαρᾶ̱ς , φαράω plough pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρας — φάρᾱς , φαράω plough pres ind act 2nd sg (attic) φάρᾱς , φαράω plough imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FARIUS Equus — apud Raymundum de Agilers p. 162. Assumptis omnibus pecuniis suis Caesaream et Camelam adibant, ut ibi equos Farios mercarentur: Arabicus est, generosus, Arab. Faras; unde φάρας apud Achmetem in Onirocriticis c. 233. Ι῞ππος ὁ φάρας ὁ ἐυγενὴς, etc … Hofmann J. Lexicon universale
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
Τζαβέλας — Γράφεται και Τζαβέλλας. Επώνυμο σουλιώτικης φάρας πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν τόσο πριν την Επανάσταση, όσο και στη διάρκειά της. Σημαντικότεροι ήταν: 1. Γεώργιος. Δευτερότοκος γιος του Λάμπρου και αδελφός του Φώτου. Έπεσε ηρωικά το 1802 σε … Dictionary of Greek
Μπότσαρης — Σουλιώτικη οικογένεια αρματολών και αγωνιστών, οι οποίοι διακρίθηκαν στους τοπικούς πολέμους κατά του Αλή πασά και κατά την Επανάσταση. Αποτελούσαν ξεχωριστή φάρα εγκατεστημένη σε ιδιαίτερο χωριό, κοντά στη σημερινή Λάκκα Μπότσαρη και ήταν, μαζί… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
Κούδεσι — Ορεινή τοποθεσία της Αλβανίας στην περιοχή της Αυλώνας. Περιλαμβάνει λίγα ορεινά χωριά, χτισμένα στις πλαγιές του ομώνυμου βουνού. Έως τις αρχές του 18ου αι. αποτελούσε διοικητική περιοχή με έδρα τον ομώνυμο οικισμό, που βρίσκεται στην αριστερή… … Dictionary of Greek
Νουβία — Περιοχή στα Ν του πρώτου καταρράκτη του Νείλου (σήμερα έδαφος κατά ένα μέρος αιγυπτιακό και κατά ένα μέρος σουδανικό), που ήταν κατοικημένη στα αρχαία χρόνια από τον αφρικανικό πληθυσμό των Νουβίων, για τους οποίους δεν υπάρχουν σαφείς… … Dictionary of Greek
Παλάσκας, Χρίστος ή Κίτσος — Οπλαρχηγός και αρχηγός σουλιώτικης φάρας. Έζησε τον 18o αι. και καταγόταν από το Σούλι της Ηπείρου. Πήρε μέρος στους αγώνες της γενέτειράς του κατά του Αλή πασά, ο οποίος, αφού σκότωσε τον θείο του και τον πατέρα του, πήρε τον Π. στην Αυλή του.… … Dictionary of Greek